- θερμαίνων
- θερμαίνωwarmpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
ՋԵՌՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 2 0671 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. θερμαίνων calefaciens. Որ ջեռուցանէ. ջեռուցանօղ. ջերմացուցիչ. *Կիզիչս կամ ջեռուցիչս. ջեռուցիչք անուանին (սերովբէք): Ջեռուցիչ եւ սուրբ եւ գերագոյն եռանդն. Դիոն. երկն.: գ. Կամ գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)